Δίκτυο κειμένων: Ο Απόκληρος
Πώς προσεγγίζει η λογοτεχνία το θέμα του απόκληρου, του κοινωνικά περιθωριοποιημένου, του παρία της σύγχρονης εποχής; Από τον ζητιάνο, τον άστεγο, την πόρνη, τον χρήστη ουσιών, τον αλκοολικό, έως τον παράνομο μετανάστη και το ασυνόδευτο ανήλικο προσφυγόπουλο, μια επιλογή ποιητικών και πεζών κειμένων αλλά και μουσικών video και τραγουδιών για διδακτική αξιοποίηση στην τάξη.
"Ο απόκληρος": Μια συγκλονιστική ταινία μικρού μήκους με θέμα τα ασυνόδευτα ανήλικα, που δημιουργήθηκε για εκπαιδευτικούς σκοπούς από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Διαβάστε στο συνημμένο έγγραφο το εκπαιδευτικό άρθρο "Το μουσικό video "Απόκληρος" ως διδακτικό εργαλείο ευαισθητοποίησης στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης". Πηγή: "Παιδαγωγικά ρεύματα στο Αιγαίο".
Μπ. Μπρεχτ, ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Ο Μπ. Μπρεχτ έγραψε το ποίημα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1929 - 33
Ακούω πως στη Νέα Υόρκη
Στη γωνιά της 26ης Οδού και του Μπρόντγουαιη
Στέκει ένας άντρας κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα
Και στους άστεγους που μαζεύονται βρίσκει ένα καταφύγιο για τη νύχτα
Κάνοντας εκκλήσεις στους διαβάτες.
Ο κόσμος έτσι δε θ` αλλάξει.
Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις
Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης
Μα ωστόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα
Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ` τον άνεμο
Το χιόνι που προορίζονταν γι` αυτούς πέφτει στο δρόμο.
Σαν το διαβάζεις τούτο `δω, μην κλείσεις το βιβλίο, άνθρωπε.
Λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα
Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ` τον άνεμο
Το χιόνι που προορίζονταν γι` αυτούς πέφτει στο δρόμο
Μα ο κόσμος έτσι δε θ` αλλάξει
Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις
Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης.
Μπρεχτ, Μπ. Ποιήματα μετ. Ν. Βαλαβάνη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987

Κ. Βάρναλης, Οι Μοιραίοι
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους αν τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιός φταίει; ποιός φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι
αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
άσωτος: ατέλειωτος, απέραντος.
κροκάτη γάζα: λεπτό διαφανές ύφασμα με τα χρώματα του λουλουδιού κρόκος.
Της αυγής κροκάτη γάζα·η αυγή·η εικόνα υποδηλώνει τη διαύγεια της ατμόσφαιρας
και τα χρώματα του πρωινού και είναι δανεισμένη από τον Όμηρο, που αποκαλούσε
την αυγή «Κροκόπεπλο Ηώ».
στοιχειό: φάντασμα.
κοντοήμερη: που της απομένουν λίγες ακόμη μέρες ζωής.
Παλαμήδι: το γνωστό κάστρο του Ναυπλίου, όπου βρίσκονταν παλαιότερα οι πιο
άθλιες ελληνικές φυλακές για βαρυποινίτες.
Γκάζι: κακόφημη αθηναϊκή συνοικία.
ζαβό ριζικό: στραβή και ανάποδη τύχη.

Δήμητρα Χριστοδούλου, «Για ένα παιδί που κοιμάται»
Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη
λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με του αδελφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια,
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση.
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι και ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναικείο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμία φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.

Κική Δημουλά - Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας
πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλεςμπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένεςόπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ' εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.

Πέτρος Μπίκος, Το πουκάμισο του Αλβανού
ΠΗΓΗ: https://www.mikrosapoplous.gr/extracts/mathisis/57.html
Κοιμάται κάτω από χιλιόχρονη ελιά. Στα πόδια του κουλουριασμένος φύλακας σκύλος. Γύρω του, ως πέρα μακριά, αμπέλια, και πάνω του η νύχτα του καλοκαιριού. Ποιος είναι ο προνομιούχος; Ο Θανάσης! Ποιος Θανάσης; Ο Αλβανός Ιλίρ Μπότσι, που έγινε Θανάσης από τη στιγμή που πέρασε τα σύνορα, κρυφά βέβαια. «Σκοτώνει» κάτι ελάχιστα ελληνικά και λέει πως είναι Βορειοηπειρώτης και Χριστιανός. Παραμύθια φυσικά του Θανάση, συγγνώμη του Ιλίρ Μπότση, για να βολέψει την περίσταση. Τα γνωστά.Αρχές Αυγούστου, βράδυ, έφτασε στην Αθήνα. Κατέβηκε απ' το λεωφορείο χωρίς αποσκευές, χωρίς χαρτιά, έτσι σκέτος Θανάσης, και ακολούθησε μέσα στο πυκνό πλήθος τη μικρή κομπανία των συμπατριωτών του, συνεπαρμένος και δισταχτικός.Στην απέραντη πόλη, τη θαυμαστή και τη δύσκολη, δεν έμεινε παρά δυο μέρες. Δεν την άντεξε. Όλα της του πέσανε βαριά: Τα πολύχρωμα ζαλιστικά φώτα της, τα τρελά της αυτοκίνητα, οι γυναίκες της με τα μισά βυζιά και τα μισά μπούτια έξω (αυτό κι αν του 'πεσε βαρύ...), τα πλούσια ελέη των μαγαζιών της, οι λιγοθυμικές μυρουδιές της από φαγιά κι αρώματα, όλα της. Ζήτησε να βγει παραέξω, να πάρει μια ανάσα, να ξαστερώσει το μυαλό του και να βρει καμιά δουλειά από εκείνες της γης που τις ξέρει. Όσο για εκείνα τα θαυμαστά πράγματα της πόλης, είχε καιρό.Πήρε το λεωφορείο που του δείξανε και βγήκε κάπου στα Μεσόγεια. Άφησε τα σπίτια κι έπιασε να περπατάει σ' ένα δρόμο με εργοστάσια αποδώ κι αποκεί. Στο βάθος, κι απ' τις δυο μεριές, αμπέλια ατελείωτα. Του φάνηκε βολικός τόπος για δουλειά, ιδιαίτερα τ' αμπέλια. Πριν κινήσει για εκεί, είπε να ρίξει μια ματιά στα εργοστάσια, μια και βρεθήκανε μπροστά του. Πίσω από μεγάλες σιδερόπορτες, έβλεπε στις αυλές τους ντάνες με λογής κιβώτια και σακιά, φορτηγά άλλα να στέκονται παρκαρισμένα κι άλλα να τα φορτώνει στο πήγαινε - έλα του το «κλαρκ», και εργάτες με λερωμένες φόρμες και χρωματιστά διαφημιστικά κασκέτα. Απ' τους θυρωρούς που τον βλέπανε μέσ' απ' τα κουβούκλιά τους, άλλοι του κάνανε νόημα πως δεν είχε δουλειά κι άλλοι μπαϊλντισμένοι απ' την αυγουστιάτικη ζέστη κι απ' την ακινησία, τον άφηναν να χαζεύει.
Κατά τις έντεκα, μια τσίκνα του γαργάλισε πρώτα τη μύτη κι ύστερα του ανάδεψε μέσα του την πείνα. Ερχόταν απ' τα σουβλάκια που ετοίμαζε για τους εργάτες η καντίνα στο διπλανό εργοστάσιο. Στην πόρτα του, ειδοποιημένα απ' το ίδιο μήνυμα, είχαν πάρει κιόλας θέση δυο αδέσποτα σκυλιά. Ζύγωσε κι αυτός και στάθηκε να κοιτάει μαζί τους μέσα τους εργάτες που κολάτσιζαν. Όποιος τέλειωνε, γύριζε και χωνόταν σε μια πόρτα του χτιρίου για να ξαναπιάσει δουλειά. Ένας πήγαινε κρατώντας μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα με τρόπο που έδειχνε πως δεν είχε διάθεση να την αποτελειώσει. Περνώντας μπροστά απ' το βαρέλι για τα σκουπίδια, έκανε να τη ρίξει εκεί μέσα, μα φαίνεται πως θυμήθηκε τα σκυλιά στην πόρτα, και κίνησε για εκεί. Πέρασε το χέρι του μέσ' απ' τα κάγκελα, κι εκείνο που όρμησε πρώτο, βούτηξε το αποφάι κι έφυγε τρέχοντας. Τότε ο εργάτης πρόσεξε τον Θανάση, που 'χε προλάβει να τραβηχτεί στην άκρη. Τον κοίταξε μια στιγμή και χωρίς να του μιλήσει, πήγε στην καντίνα, πήρε ένα σουβλάκι, γύρισε και του το 'δωσε αμίλητος πάλι. Είπε ένα μασημένο «ευχαριστώ» ο Θανάσης και βιάστηκε ν' απομακρυνθεί για να μην τον βλέπουν να τρώει.Καθώς ετοιμαζόταν για την πρώτη δαγκωνιά, άκουσε πίσω του σιγανό θόρυβο. Γύρισε και είδε το άλλο σκυλί να τον ακολουθεί. Κουνώντας την ουρά του, έριχνε το υγρό λυπημένο βλέμμα του πότε στον ίδιο και πότε σ' αυτό που κρατούσε. Άνθρωπος και σκυλί στον ίδιο παράλληλο της δυστυχίας! Στιγμή κρίσιμη και για τους δυο, καθώς, από κάποιο νόμο, πλάσματα το ίδιο δυστυχισμένα ή αλληλοαποφεύγονται, ή γίνονται αχώριστα. Έκανε τη μοιραία κίνηση ο Θανάσης να δώσει μια μπουκιά στο σκυλί και, πάει τέλειωσε, έγινε το δεύτερο...Νάτους τώρα τους δυο τους να 'χουν στήσει το γιατάκι τους κάτω απ' τη χοντρή ελιά, στο χέρσο κομμάτι ανάμεσα στ' αμπέλια, κάπου μισό χιλιόμετρο απ' τον μεγάλο δρόμο με τα εργοστάσια. Μέρα με τη μέρα, ο Θανάσης βολεύεται όλο και καλύτερα από δουλειά. Κάθε πρωί βγαίνει στο δρόμο, στήνεται σ' ένα ορισμένο σημείο και περιμένει. Αν δεν είναι τη μια μέρα, θα 'ναι την άλλη, που κάποιο αυτοκίνητο θα σταματήσει και θα τον πάρει για δουλειά. Βέβαια, δεν έχει κάνει τίποτε για στέγη, αλλά δεν μπορεί, θα βρεθεί κάποιο καλύβι ή ακόμη ένα γιαπί. Άλλωστε, ο χειμώνας αργεί πολύ και για την ώρα μια χαρά είναι στην ελιά. Στη ρίζα της, έχει στρώσει μπόλικες καλαμιές για να κοιμάται και από ένα ξεράδι στον κορμό της κρεμάει το πουκάμισό του.Τούτο το πουκάμισο το προσέχει πολύ. Είναι το μοναδικό του και δεν έχει βρεθεί ακόμη κάποιος, εκεί που δουλεύει, να του δώσει κάνα μεταχειρισμένο. Στη δουλειά πάει με τη φανέλα, καλοκαίρι είναι εξάλλου, για να μην το λερώσει. Το φοράει μόνο κάνα βραδάκι, όταν βγαίνει να ψωνίσει τίποτε στο μίνι-μάρκετ του μεγάλου δρόμου. Ακόμη, σαν τύχει καμιά φορά να 'χει πολλή δροσιά τη νύχτα, αποφασίζει και το ρίχνει απαλά πάνω του. Θυμάται τη μάνα του, που του 'πε τη στιγμή που του το 'δινε να το φορέσει για να φύγει: «Στείλε μου όποτε μπορέσεις παιδάκι μου λίγο σαπούνι. Οσο είχε απομείνει το 'λιωσα να στο πλύνω...».Κι ήταν κλαμένη, θυμάται. Τώρα τις νύχτες, ξαπλωμένος στις καλαμιές, πριν τον πάρει ο ύπνος, τη φέρνει στο νου του να του πλένει το πουκάμισο μ' ένα απολειφάδι και να κλαίει. «Σώπα ρε μάνα, όπου να 'ναι θα σου στείλω ολόκληρη κάσα με σαπούνια, σε ό,τι χρώμα και μυρουδιά θέλεις. Σώπα, λίγο ακόμη και θα δεις...», της ψιθυρίζει και βουρκώνουνε και τα δικά του μάτια. Και το όνειρό του δε σταματάει στα σαπούνια. Προχωράει σε τηλεοράσεις, σε κουζίνες, σε πλυντήρια, σ' όλα τα καλά που έχει τούτος ο τόπος για μια στερημένη μάνα. Στα πόδια του ησυχάζει το σκυλί. Κάνει κι εκείνο τα δικά του όνειρα: Να μείνει κοντά σε τούτο το αφεντικό ονειρεύεται, να του φυλάει το πουκάμισο όταν λείπει, να παίρνει από τα χέρια του φαΐ και χάδια και το βράδυ να κουλουριάζεται άγρυπνο στα πόδια του. Αλλά και το δικό του όνειρο πάει πιο πέρα. Σ' ένα σπιτάκι πάει με αυλή, από όπου θα γαυγίζει άφοβα τους περαστικούς και θα τους δείχνει με καμάρι το κόκκινο λουράκι που θα φορεί στο λαιμό του. Σιγογρυλίζει κι είναι σαν να ψιθυρίζει κι εκείνο: «Λίγο ακόμη...».Το αυγουστιάτικο φεγγάρι είναι σίγουρα ο φακός του Θεού με καινούριες μπαταρίες. Τον κρατάει στη χερούκλα Του, και βιγλίζει από εκεί ψηλά που βρίσκεται, την πλάση Του όλη. Συνήθως θυμώνει με όσα βλέπει να γίνονται τις νύχτες αυτού του τρελού μήνα, και στέλνει την άλλη μέρα τις τιμωρίες Του. Αν όμως τύχει και πάρει το μάτι Του, μέσ' απ' τα φύλλα της ελιάς, τούτα τα δυο ταπεινά Του πλάσματα, είμαι βέβαιος πως θα γλυκάνει το πρόσωπό Του. Γιατί θαρρώ πως από κάτι τέτοια φτιάχνεται η δική Του ευτυχία...Ο Θανάσης έχει ξυπνήσει κι ετοιμάζεται να πάει και να ξαναπιάσει το πόστο του στο μεγάλο δρόμο, αλλά χωρίς τη γνωστή αγωνία, αν θα του τύχει ή όχι μεροκάματο. Από χτες έχει κανονίσει με κάποιον να περάσει να τον πάρει για τρεις, ίσως και περισσότερες μέρες, και είναι η πρώτη φορά που νιώθει τη χαρά της σίγουρης δουλειάς. Τούτη η χαρά του μεγαλώνει κι άλλο, καθώς, ατενίζοντας μέσα στο πρωινό φως την πράσινη θάλασσα των αμπελιών, σκέφτεται πως σε λίγες μέρες θα 'ρθουν κι άλλα σίγουρα μεροκάματα με τον τρύγο. «Ακόμη λίγο...», ψιθυρίζει πάλι και πιάνει να σφυρίζει κάτι. Μα πού είναι το σκυλί; Πάντα τούτη τη στιγμή που ετοιμάζεται να φύγει τον γυροφέρνει και τρίβεται στα πόδια του, κουνώντας συνέχεια την ουρά του. Ψάχνει γύρω με τα μάτια, και νάτο πιο κει, να κοιτάει κάπου με τ' αυτιά στυλωμένα, ανήσυχο! Ακολουθεί τη ματιά του και με μιας το χαρούμενο σφύριγμα κόβεται και η πράσινη θάλασσα γίνεται γκρίζα. Στο χωματόδρομο, που περνάει λίγα μέτρα πιο πέρα, σταματημένο ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας. Ανοίγουν οι πόρτες και δυο αστυφύλακες, ο ένας με μουστάκι κι ο άλλος με γυαλιά, βγαίνουν κι έρχονται προς το μέρος του. Αυτό που τον πλημμυρίζει απότομα δεν είναι τόσο φόβος, όσο παράπονο. «Γιατί μωρέ, λίγο ακόμη...», λέει από μέσα του, και του 'ρχεται να κλάψει. Το σκυλί παίρνει στάση απειλητική και αρχίζει να γαυγίζει.- Μάζεφτο φίλε, του φωνάζει αυτός με το μουστάκι που προπορεύεται. Χωρίς να καλοκαταλαβαίνει τα λόγια, πιάνει όμως το νόημά τους. Λέει κάτι στο σκυλί, που, αφού σταματάει προς στιγμή, ξαναρχίζει τη φοβέρα, κι αναγκάζεται να το μαλώσει. Τότε εκείνο πάει και στέκεται πίσω απ' την ελιά και συνεχίζει από κει.- Αλμπάνια; τον ρωτάει, σαν φτάνουν, εκείνος πάλι με το μουστάκι.- Ναι.- Χαρτιά έχεις;-...Οχι.- Πάρε τότε τα πράγματά σου κι έλα μαζί μας.Ο Θανάσης νιώθει πως αδικείται, πως κάποιο λάθος έχει γίνει σε βάρος του. Θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να εξηγήσει, να πει για τη μάνα του, για το σαπούνι, για το σκυλί. Θέλει ακόμη να πει πως είναι αμαρτία να μην τον αφήνουν να πιει, έστω και λίγο, απ' τη μικρή φλεβίτσα της ευτυχίας, που ανακάλυψε σε τούτο τον τόπο με τη χαμοζωή που μόλις άρχισε. Μα πώς να τα πει όλα αυτά τα σωστά και τα δίκαια με τα ελάχιστα ελληνικά του;- Εγώ καλό, λέει μονάχα, κι απλώνει τα χέρια του, σαν να θέλει να δείξει μ' αυτό πως παραδίνεται σ' αυτούς που τον διώχνουν, και το κρίμα πάνω τους.- Δεν τον αφήνουμε να πάει στο διάβολο, παρεμβαίνει εκείνος με τα γυαλιά.- Αμα το ρίξουμε στη λύπηση δε θα μαζέψουμε κανέναν, του απαντάει ο άλλος και, γυρίζοντας στο Θανάση, προστάζει κοφτά:- Αντε τελείωνε!Ο Θανάσης κατεβάζει τα χέρια και κατευθύνεται στην ελιά. Περπατάει σαν να 'χει σηκωθεί από αρρώστια. Ξεκρεμάει το πουκάμισό του και το φορεί. Τα χέρια του τρέμουν. Ο γυαλάκιας ανάβει τσιγάρο και κοιτάει αλλού. Το σκυλί γαυγίζει πιο δυνατά. Ο μουστάκιας το χουγιάζει να πάει πέρα, κι ύστερα σκορπάει με τα πόδια του τις καλαμιές μήπως και είναι τίποτε κρυμμένο εκεί μέσα.Τον βάνουν στη μέση και κινάνε για το αυτοκίνητο. Το σκυλί τους ακολουθεί. Δε γαυγίζει τώρα, ουρλιάζει. Κι είναι η φωνή του τόσο ασυνήθιστη, απόκοσμη πες, που ο αέρας γεμίζει μ' έναν σπαραγμό αβάσταχτο.- Θα σταματήσει καμιά φορά το κοπρόσκυλο, ή θα το ξαπλώσω, αγαναχτεί ο μουστάκιας και πιάνει το μπιστόλι του. Τούτη η κίνηση ταράζει το Θανάση. Σταματάει απότομα και βγάνει το πουκάμισό του.- Τι κόλπο είναι πάλι τούτο; απορεί ο μουστάκιας. Ο Θανάσης κάνει νόημα πως θα γυρίσει, και πάει προς την ελιά με το σκυλί ξοπίσω του. Κρεμάει το πουκάμισο κι ύστερα σκύβει κι αγκαλιάζει το κεφάλι του ζώου. Άνθρωπος και σκυλί πάλι στον ίδιο παράλληλο της δυστυχίας... Μένουν για λίγο έτσι, κι έπειτα ο Θανάσης, χτυπώντας το τρυφερά στην πλάτη, το αφήνει και φεύγει τρέχοντας.Εκείνο κοιτάει μια φορά το κρεμασμένο πουκάμισο και πάει και κουλουριάζεται αργά, σαν κουρασμένο, στη θέση του.Το αυτοκίνητο με δυο μανούβρες κάνει στροφή επιτόπου και παίρνει αντίθετα το χωματόδρομο. Οδηγεί ο μουστάκιας. Ο Θανάσης, που κάθεται πίσω μόνος του, γυρίζει μια φορά κατά την ελιά, κι ύστερα κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια του και κλαίει πνιχτά. Γίνεται μικρή σιγή που την κόβει ο οδηγός. Κοιτάει μέσ' απ' τον καθρέφτη το Θανάση και λέει, με αλλαγμένο τώρα τον τόνο της φωνής του:- Θα πας τζάμπα στη μάνα σου ρε βλάκα και κλαις; Έχεις μάνα; Δεν παίρνει απάντηση και δεν επιμένει. Ξαναγίνεται σιγή, που την κόβει αυτή τη φορά ο γυαλάκιας δίπλα του:- Δεν υπάρχουν πιο φιλότιμα σκυλιά από τ' αδέσποτα, άμα τα περιμαζέψεις, λέει αποφθεγματικά και ανάβει πάλι τσιγάρο.Το αυτοκίνητο έχει μπει στο μεγάλο δρόμο και ο Θανάσης, που έχει σταματήσει να κλαίει, ξαναβλέπει αδιάφορος και με ένα μεγάλο κενό μέσα του τα εργοστάσια. Δε μιλάει κανείς. Ύστερα από κάμποσο, ο μουστάκιας ξεστομίζει το συμπέρασμα απ' τον συλλογισμό που φαίνεται πως έκανε τόσην ώρα:- Σκατά... λέει και φτύνει απ' το παράθυρο.Κοντεύει μεσημέρι. Το σκυλί μένει κουλουριασμένο στη θέση του. 'Εχει κατεβασμένα τ' αυτιά και τρέμει. Μοιάζει δαρμένο ή άρρωστο.Σουρουπώνει. Το σκυλί ακόμη εκεί. Μόνο που τώρα δείχνει μικρότερο, σαν να 'χει μαζέψει.Αν το βράδυ ο Θεός θυμηθεί τα δυο ταπεινά Του πλάσματα και τα ψάξει με το φακό Του κάτω απ' τη γέρικη ελιά, Του λέω πως θα πικραθεί βαθιά μ' αυτό που θα δει. Γιατί θαρρώ πως από κάτι τέτοια φτιάχνεται η δική του δυστυχία...

Νεκτάριος Ανυφαντάκης, Ο πλούσιος και ο ζητιάνος
Κάποτε, ένας πλούσιος, λέει σ' ένα
ζητιάνο,
«Έχω λεφτά, πες μου τι θες, κι εγώ θα σου το κάνω»
Τότε ο ζητιάνος κοίταξε τον πλούσιο στα μάτια
«Αγάπη θέλω, χτίσε μου πανύψηλα παλάτια.
Με σκάλες αξιοπρέπειας, με πόρτες από αξίες,
βάλε παράθυρα πολλά, να 'χουν ευαισθησίες.
Βάλε το δάκρυ για νερό, για πέτρα, την καρδιά μου.
Όχι πως είναι έτσι σκληρή, μα αντέχει βασιλιά μου.
Μέσα με πόνο στόλισε, τον κάθε ένα τοίχο,
και βάλε αναστεναγμό, να ακούγεται για ήχο.
Στρώσε χαλιά από ανθρωπιά, να περπατώ επάνω.
Φτιάξε κρεβάτι απ' όνειρα, όπως αυτά που χάνω»
Κι ο πλούσιος του απάντησε.. «Αυτά πώς ν' αγοράσω.
Πού θα τα βρω, πώς να τα βρω, και μέχρι πού να φτάσω;
Όλον τον κόσμο γύρεψα.. μ' αυτά δεν τα'δα ακόμα»
Τον διακόπτει ο φτωχός, «Μες το δικό μου σώμα.
Κι αν θες να 'ρθείς στον κόσμο μου, πλούσιε να κατοικήσεις,
πρέπει πρίν μπεις, τα πόδια σου, πρώτα να τα σκουπίσεις»
Παύλος Μάτεσις, Ο κουρσάρος
Στην άσφαλτο κουρσάρος
με καράβι τη μοτοσυκλέτα,
παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό.
Στα 18 σου έσπασες τα φρένα,
ταξιδεύεις για ταξίδια άλλα.
Κυκλοφοράς μονάχα φτιαγμένος,
ο κόσμος όλος χίλια κυβικά.
Είσαι αγριεμένος,
είσαι κουρασμένος,
έχεις τη ζωή στη σέλα σου γραμμένη.
Για κάποιο φόνο είσαι γεννημένος.
Από παρέες τριγυρισμένος,
δε τους φοβάσαι, δε σ' αγαπούν.
Και η ζωή να περνάει λαθραία,
μα εσύ φοβάσαι,
φοβάσαι να κοιμηθείς
και το ταξίδι ξαναρχίζεις.
Το δάχτυλο στο φρένο κοκαλωμένο,
μια στάλα αίμα στο μπουφάν σου,
πλάϊ στα χίλια,
στα χίλια κυβικά σου,
πλάϊ στα χίλια κυβικά σου.
Μονάχος χάραμα,
χάραμα στη λεωφόρο
και περιμένεις ασθενοφόρο
από τις τρεις και δέκα σκοτωμένος...
Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.
Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἐξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.
Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.
Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.
Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.
Θὰ προχωρήσω!... Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.
Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.
Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».
Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου... Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...
Τὸ χέρι τρέμει... Ὁ πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω ...
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρωτας στα χιόνια
https://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/show.html?id=268